οὐλοκάρηνος

οὐλοκάρηνος
οὐλο-κάρηνος [ᾰ], ον, (οὖλος B)
A with crisp, curling hair, Od.19.246.
II (οὖλος A) οὐλόποδ', οὐλοκάρηνα, for ὅλους πόδας, ὅλα κάρηνα (cf. οὐλοκίκιννα), h.Merc.137.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ουλοκάρηνος — οὐλοκάρηνος, ον (Α) αυτός που έχει σγουρά μαλλιά, σγουρομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (ΙΙ) «σγουρός» + κάρηνα (< κάρα), πρβλ. ξανθο κάρηνος] …   Dictionary of Greek

  • οὐλοκάρηνος — with crisp masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐλοκάρηνον — οὐλοκάρηνος with crisp masc/fem acc sg οὐλοκάρηνος with crisp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐλοκάρηνα — οὐλοκάρηνος with crisp neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ουλοκέφαλος — οὐλοκέφαλος, ον (Α) ουλοκάρηνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (II) «σγουρός» + κεφαλή] …   Dictionary of Greek

  • ουλόκρανος — οὐλὁκρανος, ον (Α) ουλοκάρηνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (II) «σγουρός» + κράνος (Ι) «στρογγυλό προστατευτικό κάλυμμα τού κεφαλιού»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”